- μέλεε
- μέλεοςidlemasc voc sgμέλεοςidlemasc/fem voc sgμέλοςlimbneut nom/voc/acc dual (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλε' — μέλεαι , ἐπιμελέομαι take pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μέλεα , μέλεος idle neut nom/voc/acc pl μέλεα , μέλεος idle neut nom/voc/acc pl μέλεε , μέλεος idle masc voc sg μέλεε , μέλεος idle masc/fem voc sg μέλεαι , μέλεος idle fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek